λαρίδες

λαρίδες
(laridae). Οικογένεια στεγανοπόδων πτηνών της τάξης των λαριμόρφων. Περιλαμβάνει 88 είδη που ζουν κοντά στη θάλασσα και χαρακτηρίζονται για την ευχέρειά τους στην κολύμβηση. Έχουν μήκος 20 έως 75 εκ., μακριές πτέρυγες και ασπρόμαυρο χρώμα. Η κοινή ονομασία των γενών που ανήκουν σε αυτή την οικογένεια είναι γλάρος και τρέφονται κυρίως με ψάρια. Εκτός από τον γλάρο, άλλα είδη, συγγενικά με το πτηνό αυτό, είναι ο στερκοράριος, ο καταρράκτης ο σκούα, η στέρνη ή δρεπανίδα, το γλαρονάκι κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”